- υπεραφθονία
- η, Ν [υπεράφθονος]μεγάλη αφθονία, υπερεπάρκεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπεραφθονία — η υπερβολική αφθονία: Υπεραφθονία αγαθών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… … Dictionary of Greek
αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… … Dictionary of Greek
καταπλημμύριση — και καταπλημμύρηση, η 1. η κάλυψη με πολύ νερό, ο κατακλυσμός 2. υπερεκχείλιση, ξεχείλισμα νερού 3. μτφ. αφθονία παραγωγής ενός είδους, υπεραφθονία, υπερπαραγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπλημμυρίζω ή καταπλημμυρώ. Η λ., στον λόγιο τύπο καταπλημμύρησις … Dictionary of Greek
πλημμύρα — Η ανύψωση της στάθμης των νερών ποταμού, λίμνης ή θάλασσας και η έξοδός τους από την κοίτη τους. Η π. οφείλεται συνήθως σε κλιματολογικές συνθήκες με τη βοήθεια και της μορφολογίας του εδάφους. Αίτια είναι οι ραγδαίες και διαρκείς βροχές, η… … Dictionary of Greek
πλημμύρισμα — το, Ν [πλημμυρίζω] 1. το να πλημμυρίζουν τα νερά ποταμού, πηγαδιού κ.λπ., το να βγαίνουν έξω από τα φυσικά ή τεχνητά αναχώματα 2. μτφ. η υπεραφθονία … Dictionary of Greek
σπανογονία — η, Ν βιολ. η σπανιότητα θηλυκών ατόμων και η υπεραφθονία αρσενικών σε ορισμένα ζωικά είδη και υποείδη, όπως λ.χ. στις νυχτερίδες και σε πολλά πτηνά και έντομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + γονία (< γόνος < γόνος)] … Dictionary of Greek
υπερανθώ — έω, ΜΑ [ἀνθῶ] μτφ. είμαι γεμάτος άνθη, η ομορφιά μου βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή της αρχ. 1. παρουσιάζω υπερβολική ανθοφορία 2. μτφ. έχω υπεραφθονία από αγαθά … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek